- υπόκουφος
- -ον, ΜΑλίγο κούφιος, λίγο κοίλοςαρχ.λίγο ελαφρός ή άστατος («ὑπόκουφος καὶ ἀβέβαιος», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κοῦφος (Ι) «ελαφρός, ευκίνητος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόκουφος — somewhat light masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόκουφον — ὑπόκουφος somewhat light masc/fem acc sg ὑπόκουφος somewhat light neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόκουφα — ὑπόκουφος somewhat light neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek